ὑδροκόμος

ὑδροκόμος
ὑδρο-κόμος, , prob.
A well-bucket, PLond. 1821.190.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υδροκόμος — ὁ, Α πιθ. κάδος φρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κόμος] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • υδροκόμιον — τὸ, Α κολλώδες νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὑδροκόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”